- φούλλικλον
- φούλλικλονfootballneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φούλλικλος — ό, και φούλλικλον, τὸ, Α μικρή μπάλα για παιχνίδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. folliculus «θύλακος, σφαίρα για παιχνίδι»] … Dictionary of Greek